συναλλαγῇς

συναλλαγῇς
συναλλάσσω
bring into intercourse with
aor subj pass 2nd sg
συναλλάσσω
bring into intercourse with
aor subj pass 2nd sg
συναλλαγή
interchange
fem dat pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συναλλαγῆς — συναλλαγή interchange fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναλλαγῆς — συναλλαγῆς , συναλλαγή interchange fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλαγή — η, ΝΜΑ [συναλλάσσω] νεοελλ. 1. (οικον.) ανταλλαγή πραγμάτων με στόχο το αμοιβαίο συμφέρον, η οποία, στις αχρήματες οικονομίες, γίνεται είδος με είδος και, στις εγχρήματες οικονομίες, γίνεται με τη μεσολάβηση χρήματος 2. αθέμιτη παροχή… …   Dictionary of Greek

  • αναπαλλοτρίωτο — Νομικός όρος που σημαίνει το πράγμα που δεν επιδέχεται εξουσίαση. Στην κατηγορία του α. εντάσσεται αυτό που χαρακτηρίζεται εκτός συναλλαγής.Εκτός συναλλαγής θεωρούνται ο ελεύθερος ατμοσφαιρικός αέρας και η ανοιχτή θάλασσα, τα νερά των ποταμών, οι …   Dictionary of Greek

  • πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… …   Dictionary of Greek

  • αντιπραγματισμός — Μορφή εμπορικής συναλλαγής (π.χ. αγοραπωλησίας) χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος. Συνίσταται στην ανταλλαγή ειδών, με υπολογισμό της ουσιαστικής τους αξίας. Ο α. υπήρξε η αρχαιότατη μέθοδος συναλλαγής (πριν την επινόηση του χρήματος), χρησιμοποιήθηκε …   Dictionary of Greek

  • κοινόχρηστα — Τα πράγματα που χρησιμοποιούνται από πολλούς, που είναι κοινής χρήσης· χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μηνιαία βάση από τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας αναλογικά και χρησιμοποιείται για την πληρωμή των κοινών εξόδων. (Νομ.) Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

  • έγκλημα — Κάθε αδίκημα αντίθετο με τον νόμο, για το οποίο η πολιτεία προβλέπει την επιβολή ποινής. Η κοινή χρήση του όρου έ. είναι πολύ πιο περιορισμένη από τη νομική. Αναφέρεται, συνήθως, στις πολύ βαριές παραβάσεις των ηθικών αρχών ή των πολύ γνωστών… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • αντιπροσφορά — Όρος της εμπορικής συναλλακτικής ζωής. Προϋποθέτει πρόταση (προσφορά) εμπορικής συμφωνίας, οι όροι της οποίας δεν ικανοποιούν πλήρως εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται ούτε όμως είναι ολοκληρωτικά απορριπτέοι. Στην περίπτωση αυτή, ο αποδέκτης της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”